- πρόωσις
- πρόωσιςpushing forwardfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προώσει — πρόωσις pushing forward fem nom/voc/acc dual (attic epic) προώσεϊ , πρόωσις pushing forward fem dat sg (epic) πρόωσις pushing forward fem dat sg (attic ionic) προώσει , προωθέω push forward aor subj act 3rd sg (epic ionic) προώσει , προωθέω push… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωσιν — πρόωσις pushing forward fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωση — η / πρόωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. πιθ. στον Ησύχ. πρῶσις Α [προωθῶ] η ώθηση προς τα εμπρός, προώθηση νεοελλ. 1. ιατρ. τάση συνεχούς επιταχύνσεως τού βήματος προς τα εμπρός κατά τη βάδιση, σαν να ακολουθεί ο άρρωστος, τρέχοντας, το κέντρο… … Dictionary of Greek
ՄԵՐԺՈՒՄՆ — (ժման.) NBH 2 0254 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. ἕξωσμα expulsio πρόωσις actus propellendi, protrudendi եւն. Մերժելն, եւ մերժիլն. վանումն. ʼի բաց մղումն. տարագրութիւն. հեռացումն. *Մերժումն ʼի տեղւոջէ իւրմէ. Ողբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
προώσεως — προώσεω̆ς , πρόωσις pushing forward fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)